- κιόσκι
- το (Μ κιόσκι και κιόσκιον)μεμονωμένος στεγασμένος χώρος στο ύπαιθρο, περίπτερο («και ή παλάτια υψώνω ή κιόσκια», Παλαμ.)νεοελλ.εξοχική έπαυλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. koşk].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κιόσκι — το (λ. τουρκ.) 1. περίπτερο: Αγόρασέ μου μια εφημερίδα από το κιόσκι. 2. εξοχική θερινή έπαυλη: Μένει σ’ ένα ωραίο κιόσκι κοντά στη θάλασσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Mitilini — Gemeinde Mytilini Δήμος Μυτιλήνης (Μυτιλήνη) DEC … Deutsch Wikipedia
Mitylene — Gemeinde Mytilini Δήμος Μυτιλήνης (Μυτιλήνη) DEC … Deutsch Wikipedia
Mytilene — Gemeinde Mytilini Δήμος Μυτιλήνης (Μυτιλήνη) DEC … Deutsch Wikipedia
Mytilini — Stadtgemeinde Mytilini (1918–2010) Δήμος Μυτιλήνης (Μυτιλήνη) … Deutsch Wikipedia
2010–2011 Greek protests — Part of the European sovereign debt crisis and the impact of the Arab Spring[1][2] … Wikipedia
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
σκιάδα — Ημιορεινός οικισμός (110 κάτ., υ ψόμ. 220 μ.), στην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Φιλλύρας. * * * η / σκιάς, άδος, ΝΑ 1. καθετί που χρησιμεύει για προφύλαξη από τον ήλιο, για σκιά 2. ομπρέλα για τον ήλιο,… … Dictionary of Greek
Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… … Dictionary of Greek